- συναγάγῃ
- Он собрал
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
συναγάγῃ — συνάγω bring together aor subj mp 2nd sg συνάγω bring together aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 … Deutsch Wikipedia
επισυναγωγή — ἐπισυναγωγή, ή (AM) [επισυνάγω] συγκέντρωση σ’ έναν τόπο («ἕως ἂν συναγάγῃ ὁ Θεὸς ἐπισυναγωγήν τοῡ λαοῡ», ΠΔ) 2. συγκέντρωση πιστών σε τόπο λατρείας αρχ. 1. συγκέντρωση χρηματικού ποσού 2. περιληπτική θέα, σύνοψη 3. στον πληθ. αἱ ἐπισυναγωγαί… … Dictionary of Greek